Σαμιώτης

Σαμιώτης
ο, θηλ. Σαμιώτισσα, Ν
αυτός που κατοικεί στην Σάμο ή αυτός που κατάγεται από την Σάμο («Σαμιώτισσα, Σαμιώτισσα πότε θα πας στη Σάμο...», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σάμος + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Βολ-ιώτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σαμιώτης — ο θηλ. Σαμιώτισσα Σάμιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαμιώτικος — η, ο, Ν [Σαμιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σάμο ή στον Σαμιώτη ή και αυτός που προέρχεται από την Σάμο, ο σαμιακός («σαμιώτικος χορός») …   Dictionary of Greek

  • Γεωργιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Καταγόταν από τις Κυδωνιές και πολέμησε στην Πελοπόννησο. 2. Αυγερινός. Πήρε μέρος σε μάχες της Κρήτης και της Πελοποννήσου ως οπλαρχηγός. 3. Βασίλειος. Πολέμησε στις επαρχίες Κισσάμου και Σελίνου της… …   Dictionary of Greek

  • εθνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος: Εθνικός ύμνος. 2. που έχει εθνικά φρονήματα, πατριωτικός: Εθνική Αντίσταση. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εθνικά, τα (γραμμ.), τα παράγωγα ονόματα που δηλώνουν τον κάτοικο χώρας ή πόλης ή αυτόν που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”